Πολλοί από εμάς κουβαλάμε το σύνδρομο του «καλού παιδιού», καθώς οι γονείς συνηθίζουν, συχνά, να λένε στα παιδιά τους την φράση «Nα είσαι καλό παιδί».
Πρόκειται για μια προτροπή που φαίνεται αθώα, ωστόσο, το πραγματικό μήνυμα που μεταφέρουν στο παιδί με αυτή τη φράση είναι βαθύτερο.
Το «καλό παιδί» είναι εκείνο το παιδί που υπακούει, είναι πάντα διαθέσιμο και δε λέει ποτέ όχι. Δεν επιτρέπεται να θυμώνει, καθώς κάτι τέτοιο, πιθανώς, θα στεναχωρήσει τους άλλους. Με αυτόν τον τρόπο, ένα παιδί μαθαίνει να καταπιέζει και να κρύβει όλα τα μέρη που ο γονέας απορρίπτει. Αυτή η συμπεριφορά, όμως, το οδηγεί να εκφράζει και να βλέπει μόνο την αποδεκτή πλευρά του εαυτού του, καταπιέζοντας την πιο σκοτεινή του πλευρά, που περιλαμβάνει όλα τα αρνητικά συναισθήματα που νιώθει. Ορισμένοι γονείς μάλιστα, τιμωρούν τα παιδιά τους, αν εκφράσουν θυμό, και τους δίνουν την ταμπέλα του «κακού παιδιού» όταν το κάνουν. Ξεχνάνε, όμως, ότι ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα και η άποψη ότι είναι απαγορευμένο, αποτελεί τον πυρήνα πολλών ψυχολογικών ζητημάτων που εμφανίζονται αργότερα, στην ενήλικη ζωή.
Τα «καλά παιδιά» προσπαθούν συνέχεια να ευχαριστούν τους άλλους και αρχίζουν να χάνουν την πραγματική τους ταυτότητα. Δεν έχουν μάθει να ζητάνε αυτό που θέλουν, διότι φοβούνται ότι θα τους απορρίψουν. Ως ενήλικας, το καλό παιδί έχει την ανάγκη επιβεβαίωσης, εξαρτάται από την γνώμη των άλλων και είναι εξαιρετικά ευαίσθητο στην αρνητική κριτική και την απόρριψη.
Το σύνδρομο του «καλού παιδιού» ευνοεί όλους τους άλλους, μιας και το ίδιο αρνείται να πει όχι, ωστόσο, είναι καταστροφικό για αυτόν που το βιώνει. Σε μικρές ηλικίες ήταν το βολικό και υπάκουο παιδί που έμαθε να παίρνει αγάπη και αποδοχή, επειδή δεν έφερε αντιρρήσεις. Αυτή η κατάσταση λειτουργεί αρνητικά στην ενήλικη ζωή, καθώς μεγαλώνει σε έναν ρόλο που συνεχίζει να παίζει και όντας ενήλικας.
Κάποια χαρακτηριστικά ατόμου με σύνδρομο «καλού παιδιού» είναι:
Λέει δύσκολα όχι, και αν το κάνει, νιώθει ενοχές. Η ενοχή είναι από τα βασικά και επίπονα συναισθήματα που βιώνει.
Δυσκολεύεται να θέσει τα όριά του.
Έχει πολλές απαιτήσεις από τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να αγχώνεται υπερβολικά.
Νιώθει πως δεν επιτρέπεται να θυμώνει και ούτε να δημιουργεί αντιπαραθέσεις, για αυτό και αποφεύγει τις συγκρούσεις.
Αισθάνεται άβολα να ζητήσει αυτό που επιθυμεί, διότι πιστεύει ότι εκείνος που ζήτησε γίνεται βάρος για τους άλλους.
Έχει μάθει να τον αγαπούν υπό προϋποθέσεις και όρους, γιατί μόνο αν είναι καλό παιδί αξίζει αγάπη και εκτίμηση.
Η αλλαγή του «καλού παιδιού» είναι μία δύσκολη υπόθεση, αλλά όχι ακατόρθωτη. Το «καλό παιδί» θα πρέπει, ως πρώτο βήμα, να ακούσει και να παρατηρήσει καλύτερα τις δικές του ανάγκες του, να δώσει χρόνο, να ασχοληθεί και να αγαπήσει τον εαυτό του και να στρέψει τη βοήθεια, που τόσο πολύ του αρέσει να προσφέρει, από τους άλλους προς τον ίδιο του τον εαυτό.
Κατερίνα Μπόσι