Κάθονταν κρυμμένες πίσω από το μικρό καφασωτό άνοιγμα, που έβλεπε από ψηλά στην κάμαρη, αυτήν που φύλαγαν άθιχτη να δέχονται μουσαφιραίους.
Μια στενή, σχεδόν κατακόρυφη σκαλίτσα πίσω από τον μέσα τοίχο, οδήγαγε στο μισοσκότεινο μικρό δωμάτιο από όπου μπορούσε κανείς, αθέατος, να βλέπει όσα γινόντουσαν στον οντά από κάτω.
Η Μαριγούλα κράταγε σφιχτά το χέρι της μικρότερης αδελφής της, της Καλλιόπης. Κρίσιμη η στιγμή γεμάτη αγωνία, αυτή που θα όριζε ολάκερη τη ζωή της. Κόντευε σχεδόν τα εικοσιπέντε η Μαριγούλα και είχε ήδη απορρίψει μπόλικα συνοικέσια. Έβλεπε από το καφασωτό, άλλοτε τους υποψήφιους που έμπαιναν στην κάμαρη συνοδευμένοι από τους γονιούς τους και άλλοτε άκουγε τις προξενήτρες, με τη στριγκιά όπως της φαινόταν φωνή, να απαριθμούν για χάρη εκείνων που τις έστελναν τα όσα πρόσφεραν και ό,τι ζητούσαν. Τα έβλεπε και τα άκουγε όλα κρυφά και ευθύς αρνιόταν, καθώς ατίθαση είχε ψυχή που αντιστεκόταν, γιατί δεν ήθελε να ορίζουν αντί γι’ αυτήν, οι άλλοι. Έβγαινε με τρόπο η Αννούδα, η μάνα της, από τον οντά αφήνοντας τους επισκέπτες μόνους, τάχα να φέρει τα κεράσματα μα στην ουσία να τη ρωτήσει, άμα και εκείνη συμφωνεί να δώσουνε τα χέρια. Εκείνη πλημμυρισμένη πείσμα αντιστεκόταν κι η μάνα τότε, πικρό σερβίριζε στους ξένους καφέ, δείγμα ότι χαλούσε το συνοικέσιο. Μα τώρα το είχε πάρει απόφαση η Μαριγούλα πως θα δεχόταν το τελευταίο προξενιό- είχε ακούσει καλά για εκείνον λόγια, πως ήτανε πολυταξιδεμένος και μόλις είχε γυρίσει από την Τεργέστη- αγρίεψε κι ο κύρης της, ο Δημητρός, με τα καμώματά της κι άλλο περιθώριο πια δεν είχε. Πιότερο όμως το πείσμα της θυσίαζε για χάρη της Καλλιόπης, που όπως ήτανε μικρότερη και άβουλη, θα έμενε κι αυτή στο ράφι καθώς να ξεστρατίσει την τρανήτερη, ούτε θα τόλμαγε, μα ούτε επιτρεπόταν.
Δείτε την συνέχεια στο site του δήμου Νάουσας εδώ