Έχουν περάσει εκατό χρόνια από τη γενοκτονία των ποντίων και ο αγώνας για την αναγνώριση της δεν έχει ακόμη δικαιωθεί. Σαν πόντια τρίτης γενιάς, που και οι γονείς μου γεννήθηκαν στην Ελλάδα, τη γενοκτονία δεν μου την διηγήθηκαν σαν δραματική ιστορία αλλά σε τρίτο πρόσωπο σαν παραμύθι. Οι παππούδες μας δεν ήθελαν να ξύνουν τις πληγές για να μπορέσουν να ξεπεράσουν τον πόνο και να πάρουν δύναμη για μια νέα αρχή.
«Η μάνα μ’ εχάσεν τον άντραν ατσ’ και οκτώ ασα έντεκα παιδία και έρθεν με τα τρία σην πατρίδα.» (Η μάνα μου έχασε τον άντρα της και οκτώ από τα έντεκα παιδιά της και ήρθε με τα τρία στην πατρίδα)
«Τον πάππο σ’ επέραν σα τάγματα θανάτου. Εδέκαμεν έναν περιουσίαν σα παχτσίσια αμάν ξαν καμίαν κι είδαμεν ατόν.» (Τον παππού σου τον πήραν στα τάγματα θανάτου. Δώσαμε μια περιουσία σε δωροδοκίες αλλά δεν τον ξαναείδαμε ποτέ)
Όλα αυτά δεν ήθελαν να τα συζητούν γιατί αγωνίζονταν να ξαναστήσουν τη ζωή τους.
Περισσότερο τους άρεσε να περιγράφουν τα χαρίσματα και τα σημεία υπεροχής τους, την καθαριότητα, το εμπορικό πνεύμα, το θρησκευτικό συναίσθημα.
Η ζωή τους ένας αδιάκοπος αγώνας, ακάματοι και πληθωρικοί από το χάραμα ως τη νύχτα.
«Να αρμέγομεν τα χτήνια, να κολίζομεν το γιεγούρτ, να δουρβανίζομεν το βούτορον».
Μόνο αγώνας; Όχι. Τα γλέντια τους ήταν μεγάλα και παροιμιώδη, ολονυκτίες με τον κεμεντζέ με χορό και τραγούδι.
Άνθρωποι νοικοκύρηδες και εργατικοί, φιλοπρόοδοι και μορφωμένοι, εκτιμούσαν τα γράμματα και τα βιβλία, είχαν ενδιαφέρον για την πολιτική, κατά το πλείστον φιλελεύθεροι και αριστεροί. Μέσα στην αναμπουμπούλα του ξεριζωμού προτεραιότητα τους να πάρουν μαζί τους τις εικόνες, τα ιερά κειμήλια και τα βιβλία της βιβλιοθήκης της Αργυρούπολης.
Ίδρυσαν την Εύξεινο Λέσχη και στη βιβλιοθήκη της αναζητούσαμε όλα τα παιδιά της Νάουσας υλικό για τις σχολικές εργασίες μας.
Μπόλιασαν με νέο αίμα την Νάουσα και σύντομα ενσωματώθηκαν στα ήθη και τα έθιμα , τους συλλόγους, την κοινωνική ζωή.
Με τον σύλλογο του Ακρίτα είχαν ομάδα ποδοσφαίρου και ανέβαζαν θεατρικά έργα , οργάνωναν χοροεσπερίδες, «τέια» και απογευματινά για τις κυρίες, έδιναν ακόμη και υποτροφίες στα φτωχά παιδιά. Στη βιβλιοθήκη του παππού μου διάβασα για πρώτη φορά Πιραντέλλο, Τσέχωφ, Μολιέρο και Τένεσι Ουίλιαμς!
Σήμερα, 100 χρόνια μετά, ο πόνος έχει καταλαγιάσει, όλα αυτά ανήκουν πια στην Ιστορία, που οφείλει να αναγνωρίσει την σπουδαία προσφορά των ποντίων αλλά και όλο το μέγεθος του κατατρεγμού τους.
Επιμένουμε λοιπόν και ζητάμε την αναγνώριση της γενοκτονίας των ποντίων από όλα τα κράτη αλλά και από τους Τούρκους όχι για λόγους μίσους και εκδίκησης αλλά σαν παράδειγμα προς αποφυγή για να μην ξαναγίνουν ποτέ γενοκτονίες.