Όταν ακόμη ήταν φοιτητής, το «στρατόπεδο» των ωδείων τού έλεγε να σταματήσει κάθε σπουδή του στην Ανατολή και από την άλλη το «στρατόπεδο» της ψαλτικής τέχνης τον συμβούλευε «σταμάτα ό,τι κάνεις με τη Δύση».
Ο Νίκος Ορδουλίδης, ο οποίος σήμερα διδάσκει στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, πιανίστας και συνθέτης, τα θυμάται και γελάει: «Ηταν ζόρικο να σταθείς απέναντι στην εμμονή».
Εκτοτε έγιναν πολλά. Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λιντς της Αγγλίας (διδακτορικό στη λαϊκή μουσικολογία και μεταπτυχιακό στη μουσική εκτέλεση) και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (πτυχίο μουσικής επιστήμης και τέχνης), αλλά και ερευνητικά ενδιαφέροντα γύρω από τον μουσικό συγκρητισμό που διέπει τα μουσικά είδη και ιδιώματα. Ομως, ο Ν. Ορδουλίδης είναι και συνθέτης με πέντε δισκογραφικές δουλειές, καθώς και συγγραφέας.
Το τελευταίο του εγχείρημα, το βιβλίο-cd «Το λαϊκό πιάνο - Η εποχή του ρεμπέτικου» (εκδ. Πριγκιπέσσα), στο οποίο ερευνά τη μεταφορά του λαϊκού ήχου στο πιάνο, τη σημασία του οργάνου στο λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, στάθηκε αφορμή για τη συνέντευξη. «Ψάχνοντας την ιστορική δισκογραφία, που ούτως ή άλλως ήταν κεντρικό ζητούμενο στη διδακτορική μου διατριβή, είδα ότι υπάρχει πολύ υλικό στο ελαφρό, στο ρεμπέτικο, στο μετέπειτα λαϊκό, από την αρχή της δισκογραφίας το 1900».
Το βιβλίο αυτό, μεταξύ άλλων, μάς κάνει να ξανασκεφτούμε και το ζήτημα των διασκευών, «κάτι πολύ παλιό και πάντοτε επίκαιρο», όπως τονίζει ο Ν. Ορδουλίδης, και όχι μόνο στις λαϊκές μουσικές. «Ο Μπετόβεν διασκευάζει Μότσαρτ, ο Σοπέν διασκευάζει Μπετόβεν, ενώ στις λαϊκές μουσικές αυτό είναι ακόμη πιο σύνηθες. Οι διασκευές είναι ενοχοποιημένες κυρίως από τον κόσμο των ρεμπετόφιλων, μια συγκεκριμένη ομάδα που βλέπει εχθρικά κάθε τι που αλλοιώνει μια πρωτότυπη ηχογράφηση, την οποία βέβαια δεν πρέπει να την εκλαμβάνουμε με την έννοια της παρτιτούρας μιας κλασικής σύνθεσης. Διότι και ο Τσιτσάνης ηχογραφεί τα τραγούδια του στο στούντιο, αλλά το ίδιο βράδυ στο μαγαζί τα παίζει διαφορετικά».
Δείτε περισσότερα στην kathimerini.gr