Οι ροδακινιές ανθίζουν.
Ήρθε η ώρα των ποιητών.
Το 1969 ήμουν μαθητής της έκτης τάξης του Λαππείου Γυμνασίου. Έλαβα μέρος σε έναν ραδιοφωνικό διαγωνισμό ποίησης. Η συμμετοχή μου βραβεύτηκε. Το δώρο μια ολόμαλλη μπλούζα από ένα κατάστημα της Θεσσαλονίκης. Ο θείος μου ο Βασίλης έβοσκε τα πρόβατα ακούγοντας μουσική στο ραδιόφωνο. Δεν πρόσεχε το τι έλεγαν ανάμεσα στα τραγούδια. Όμως, όταν έπιασε στον αέρα το όνομά μου, το πρώτο που σκέφτηκε ήταν ότι κέρδισα κάποιο λαχείο. Δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι άλλο.
«Ξανθιά ηλιαχτίδα ξέφρενη
τη θέρμη σου παντού σκορπίζεις.
Την παγωμένη μου καρδιά μόνον εσύ
μ’ αγάπης ζεστασιά γεμίζεις».
Πριν από το 1912 δεν μπορούσε να νοηθεί ποίηση χωρίς ομοιοκαταληξία που ακολουθούσε έναν συγκεκριμένο ρυθμό ή μέτρο. Δύο ή περισσότεροι στίχοι μιας στροφής τελειώνουν σε ομόηχες λέξεις ή συλλαβές. Το ομοιοτέλευτον στην καθαρεύουσα. Ταίριασμα τονισμένων και άτονων συλλαβών που επιφέρει την αρμονία στο αποτέλεσμα. Η ομοιοκαταληξία στην ποίηση είχε ξεκινήσει από τους Αλεξανδρινούς χρόνους. Στην αρχαία ποίηση δεν υπήρχε. Εκείνο όμως το στοιχείο που δεν μπορεί να λείψει από την ποίηση είναι το μέτρο, το οποίο προσδίδει ρυθμό στον λόγο και τον καθιστά ποίημα. Η μουσική έχει το ρυθμό κι η ποίηση το μέτρο.
Στο παρακάτω ποίημά μου η ομοιοκαταληξία (ρίμα) είναι πλεχτή. Ο πρώτος στίχος της στροφής ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο. Παροξύτονη ως επί το πλείστον, αλλά και προπαροξύτονη.
Οι στροφές είναι τετράστιχες (κουαρτέτα).
Οι στίχοι παρουσιάζουν μια πλήρη ηχητική ομοιότητα από το τελευταίο τους τονισμένο φωνήεν και μετά.
Σαν είδος ανήκει στην λυρική ποίηση και δη τη συμβολική, με τάσεις ρομαντισμού, αλλά και ελεγειακά στοιχεία κατά το πρότυπο των Σολωμού, Μαβίλη, Πορφύρα, Καρυωτάκη. Δεν θα διστάσω να πω ότι ανήκω στους νεοφορμαλιστές, ότι επιθυμώ την επιστροφή της ποίησης στον ρυθμό και την ομοιοκαταληξία, δηλαδή στην παραδοσιακή φόρμα της ποίησης. Η ηχώ της ρίμας συμβάλλει τα μέγιστα στην δύναμη της ποίησης. Βασικός στόχος του μοντερνισμού στην ποίηση ήταν να αρνηθεί την παράδοση και να προτείνει νέους τρόπους έκφρασης (Ντανταϊσμός, φουτουρισμός, υπερρεαλισμός).
Η σύγχρονη ποίηση με την έλλειψη ρυθμού και τον ελεύθερο στίχο έχει αρχίσει να οδηγείται στο αδιέξοδο που η ίδια δημιούργησε. «Αν όλα είναι υποκειμενικά στην ποίηση, αν ο καθένας μπορεί να γράψει ό,τι του κατέβει, κι αν δεν υπάρχει κανένα όριο που να προσφέρει μια αίσθηση κατεύθυνσης στο χώρο της ποίησης, τότε η ίδια η ποίηση αυτοαναιρείται: Αν όλα μπορούν να είναι ποίηση, τότε τίποτα δεν είναι ποίηση» (Ανδρέα Αντωνίου «Το βιβλίο νετ», 09.01.2020).
Μια μικρή συμβολή στον γιορτασμό της παγκόσμιας ημέρας ποίησης.
ΓΛΥΚΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Πως λατρεμένη να σε τραγουδήσω
Πως να νιώσω γύρω τη δροσιά του αγέρα
και πως τα τόσα κάλλη σου να υμνήσω
με ήχο μαγικό, με άρπα, με φλογέρα
Πως στου ηλιοκαμένου μου πατέρα
τις αυλακιές του μέτωπου να ταξιδέψουν
μεθυστικά αρώματα, στην πρώτη καλησπέρα
τον κάματο της μέρας να κουρσέψουν.
Πως ν’ ακούσω στην ανατριχίλα σου
τον φίνο ήχο από την πλέξη του αέρα
ανάμεσα στα υπέροχα τα φύλλα σου,
σαν σφύριγμα του τρένου, σαν φλουέρα.
Σιδηροδρομικός Σταθμός-Επισκοπή, Ράμνιστα
φάνταζαν τόποι μακρινοί, αλλά κι ελπίδας
τον χρυσοπόρφυρο γλυκό καρπό σου κράτησα
ανταμοιβή του ίδρωτα, του κόπου, της ρυτίδας.
Χρωμάτιζες υπέροχα τις ροζ υπώρειες του Βερμίου
ποίηση κατά πως λεν είναι η έκφραση του ωραίου
την ύφανες περίτεχνα στον αργαλιό του βίου
μέχρι που ήρθε η στιγμή του τέλους, του μοιραίου.
Ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι.
Βουβά τα κύματα σαρώνουνε τις όμορφες τις σκέψεις.
Η ποίησή μου θλιβερή, λειψή, ξεκουρντισμένη.
Τέτοιες αβάσταχτες στιγμές πόσο μπορείς ν’ αντέξεις.
Μεγάλωσα με την εικόνα σου, έχουμε γίνει ένα
η γεύση του καρπού σου μοναχά μου μένει
θαμπές φωτογραφίες σου σε κάδρα κεκλιμένα
ροδακινιά ταλαίπωρη και πολυαγαπημένη.
Ρωσία, Κριμαία, Ευρώπη, εμπάργκο, βαθειά η σκοτοδίνη
όλα τα υπόρρητα νοήματα αχνά περνούν μπροστά σου,
στους ανεμόμυλους του μυαλού σου η νεκρική η κλίνη
διασαλευμένος κόσμος άκαρδος σκοτώνει τα όνειρά σου.
Το αλυσοπρίονο είναι αμείλικτο, δεν σταματά να κρώζει,
πέφτουν αμέτρητα κορμιά, δεν ξέρει από συμπόνια.
Βουρκώνω και οργίζομαι, αυτό το τέλος δεν σου αρμόζει,
πάνε οι μέρες που από τη ρεματιά ακούγονταν τ’ αηδόνια.
Γιώργος Πολάκης